- άργασμα
- το, -ατοςκατεργασία δέρματος, ξυλοδαρμός: Δεν τέλειωσαν ακόμη το άργασμα των τομαριών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άργασμα — το 1. η κατεργασία του δέρματος 2. η καλλιέργεια της γης, το όργωμα 3. εργασία, κόπος … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η … Dictionary of Greek
δέψη — η η επεξεργασία, το άργασμα του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεργασία — η 1. επιμελημένη επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2. (ιατρ.), το σύνολο των εξελικτικών φαινομένων νοσηρής κατάστασης, λειτουργικής ή ανατομικής. 3. (βιολ.), το σύνολο των φυσικοχημικών εργασιών που γίνονται σε ζωντανό οργανισμό για την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)